-
1 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
2 άμυνα
η защита; оборона; защитные средства;ενεργός ( — или ενεργητική) άμυνα — воен, активная оборона;
παθητική άμυνα — воен, пассивная оборона;
οργάνωση της αεροπορικής άμυνας — организация противовоздушной обороны;
περνώ σε άμυνα — переходить к обороне;
εν αμύνη юр. в порядке самозащиты, защищаясь;§ άμυνα του οργανισμού — сопротивляемость организма